ερσηεις

ερσηεις
    ἑρσήεις
    ἑρσήεις, ἐερσήεις
    -ήεσσα -ῆεν, gen. εντος
    1) покрытый росой, росистый
    

(λωτός Hom.; κύπειρος HH.; λειμών Anth.)

    2) словно умытый росой, т.е. свежий, не подвергшийся тлению
    

(ἐ. καὴ πρόσφατος χεῖται Hom. - о теле убитого Гектора)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ερσηεις" в других словарях:

  • ερσήεις — ἑρσήεις, εσσα, εν και επικ. τ. ἐερσήεις, εσσα, εν και δωρ. ἑρσάεις, εσσα, εν (Α) [έρση] 1. δροσερός, ολόδρομος («ἑρσήεις λειμών») 2. (για πτώμα) αυτός που μόλις πέθανε, αυτός που δεν έχει υποστεί ακόμη σήψη, ο νωπός, ο πρόσφατος …   Dictionary of Greek

  • ἑρσήεις — dewy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρσῆεν — ἑρσήεις dewy masc voc sg ἑρσήεις dewy neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρσήεντα — ἑρσήεις dewy neut nom/voc/acc pl ἑρσήεις dewy masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐερσήεις — ἑρσήεις dewy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐερσήεντι — ἑρσήεις dewy masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρσήεντι — ἑρσήεις dewy masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρσήεντος — ἑρσήεις dewy masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρσήεσσαι — ἑρσήεις dewy fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερσώδης — ἐρσώδης, ες (Α) [έρση] δροσερός, βλ. ερσήεις …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»